- Λυγαριές
- Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 43 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιθώμης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κληματόδεσις — κληματόδεσις, ἡ (Α) πλέγμα από κληματίδες, από λυγαριές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆμα, ατος + δεσις (< δέσις < δέω (II) «δένω»), πρβλ. πρόσ δεσις, σύν δεσις] … Dictionary of Greek
λυγών — λυγών, ῶνος, ὁ (Α) τόπος κατάφυτος από λυγαριές. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύγος «λυγαριά» + περιληπτική κατάλ. ών (πρβλ. ελε ών, κυκε ών)] … Dictionary of Greek
ρίψ — ιπός, ἡ, Α 1. πλέγμα από λυγαριές, σχοίνα, καλάμια ή βούρλα, ψάθα («ῥιψὶ καταστεγάζουσι», Ηρόδ.) 2. παροιμ. «θεοῡ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις» αν θέλει ο θεός, μπορεί να ταξιδεύεις και πάνω σε ψάθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
ποταμιά — η περιοχή γύρω απ το ποτάμι, οι όχθες και η κοίτη του: Στην ποταμιά, στις λυγαριές σε φίλησα, μα δεν το λες (λαϊκός στίχος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)